- αγριομερινός
- -ή, -όαυτός που ζει σ' άγρια μέρη, βουνίσιος: Άνθρωπος αγριομερινός δεν ήξερε τις συνήθειες των ανθρώπων της πόλης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αγριομερινός — ή, ό 1. (για πρόσωπα) αυτός που ζει σε άγρια μέρη, στο ύπαιθρο, μακριά από κατοικημένους τόπους 2. (για ζώα) αυτό που ζει μακριά από τους ανθρώπους, το άγριο 3. το ουδ. ως ουσ. το αγριομερινό θήραμα, κυνήγι. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγριος + μέρος] … Dictionary of Greek